δαυλοί

δαυλοί
δαυλός
thick
masc/fem nom/voc pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • δαυλός — (I) δαυλός και δαῡλος, ον (Α) 1. πυκνός, δασύς («δαυλά γένεια», «...καλεῑσθαι τά δασέα ὑπὸ τῶν παλαιῶν δαῡλα») 2. φρ. «δαυλοὶ πραπίδων, δάσκιοί τε πόροι» σκοτεινές μηχανορραφίες. [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Προτείνεται η αναγωγή της λ. σε IE *dns u …   Dictionary of Greek

  • κάμινος — Μηχάνημα και εγκατάσταση (ονομάζεται και φούρνος ή καμίνι) που παράγει θερμότητα με τη χρησιμοποίηση καύσιμων στερεών υγρών και αερίων ή με την εκμετάλλευση της ηλεκτρικής ενέργειας. Εκτός από αυτές τις κ. υπάρχουν επίσης κ. που αξιοποιούν τη… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”